βόλου — βόλος throw with a casting net masc gen sg βούλομαι will pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric) βούλομαι will imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βόλου, δήμος — Δήμος (82.439 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει τον πρώην ομώνυμο δήμο … Dictionary of Greek
Βόλου, επαρχία — Ιστορική διοικητική διαίρεση (1.422 τ. χλμ.) του νομού Μαγνησίας, με πρωτεύουσα τον Βόλο. Στην πρώην επαρχία περιλαμβανόταν η περιοχή του Πηλίου, με όλο το βόρειο τμήμα του νομού … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Βόλου — Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο κτίστηκε στα 1907 9 με δωρεά του ευεργέτη Αλέξη Αθανασάκη, που καταγόταν από την Πορταριά Πηλίου, για να στεγάσει τις γραπτές επιτύμβιες στήλες που είχαν ανακαλυφθεί το 1906 στο νεκροταφείο της αρχαίας… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… … Dictionary of Greek
βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek